- μικροπαντρεμένος
- -η, -οαυτός που παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία: Είναι μικροπαντρεμένη και με την κόρη της είναι σαν αδερφές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μικροπαντρεμένος — η, ο [μικροπαντρεύω] αυτός που έχει παντρευτεί σε μικρή ηλικία … Dictionary of Greek
μικροπαντρεύω — μικροπάντρεψα, μικροπαντρεύτηκα, μικροπαντρεμένος, παντρεύω κάποιον σε μικρή ηλικία: Μικροπαντρεύτηκε αλλά άργησε να κάνει παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)